ματζουράνα

ματζουράνα
Κοινή ονομασία πολυετούς θαμνώδους φυτού της οικογένειας των χειλανθών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι Origanum majorana ήMajorana hortensis. Πρόκειται για φρύγανο, το ύψος του οποίου φτάνει τα 30-60 εκ. Ο βλαστός του είναι τετραγωνικός, σχεδόν ξυλοποιημένος και πυκνά πολύκλαδος. Φέρει μικρά, γκριζοπράσινα, ελλειπτικά, χνουδωτά φύλλα, που κατά την τριβή αναδίδουν ένα ευχάριστο άρωμα, ενώ η γεύση τους είναι πιο γλυκιά από τη ρίγανη, με την οποία συγγενεύουν στενά. Τα άνθη είναι μικρά, σωληνοειδή, λευκού χρώματος και σχηματίζουν κορύμβους στις άκρες των βλαστών, οι οποίοι αποτελούνται από σταχύδια, καθένα από τα οποία συνοδεύεται από βράκτια. Η μ. είναι ιθαγενές της Ινδίας, φύεται, όμως, σε άγρια κατάσταση γύρω από τη μεσογειακή λεκάνη. Στην Ελλάδα καλλιεργείται από την αρχαιότητα. Σήμερα καλλιεργείται συχνά σε κήπους και σε γλάστρες ως καλλωπιστικό και αρωματικό φυτό, ενώ τα φύλλα και οι άκρες των νεαρών βλαστών της χρησιμοποιούνται ως άρτυμα των φαγητών. Η χρήση της συνίσταται, επίσης, στην αντιμετώπιση ελαφρών εντερικών προβλημάτων. Η ματζουράνα καλλιεργείται στους κήπους και στις γλάστρες ως καλλωπιστικό και αρωματικό φυτό
* * *
και μαντζουράνα και μαζοράνα, η (Μ και μαζουράνα)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια χειλανθή και κοινή ονομασία ενός είδους τού γένους αυτού, τού Majorana hortensis ή Origanum majorana.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < βεν. mazorana < μέσ. λατ. maiorana < λατ. maioracus < amaracus < ἀμάρακος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανθεμίς — η (ΑΝ) [άνθεμον] ονομασία για πολλά ποώδη φυτά (οικ. Σύνθετα), αγριοχαμομήλι, μαργαρίτα μσν. αμάρακος, ματζουράνα αρχ. (γενικά) το άνθος …   Dictionary of Greek

  • μαντζουράνα — η βλ. ματζουράνα …   Dictionary of Greek

  • σάμψυχο — τὸ / σάμψυχον, ΝΑ, και σάψυχο Ν, και σάμψουχον Α το γνωστό με την λόγια ονομασία φυτό Ορίγανον το αμάρακον, κοινώς γνωστό σήμερα ως ματζουράνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • Αρμένης, Γιώργος — (Κληματιά Ιωαννίνων 1943 –). Θεατρικός σκηνοθέτης, ηθοποιός και συγγραφέας. Σπούδασε στη σχολή Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, από τη σκηνή του οποίου και ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία το 1967, ερμηνεύοντας διάφορα κλασικά και… …   Dictionary of Greek

  • măghiran — MĂGHIRÁN s.m. v. maghiran. Trimis de claudia, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  măghirán (măghiráni), s.m. – Plantă (Origanum majorana). – var. magheran. lat. med. maiorana, prin intermediul it. maggiorana, şi de aici pe cale necunoscută, poate …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”